πυροβολαρχία — η μονάδα πυροβολικού με διοικητή λοχαγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονιοστοιχία — η 1. σειρά πυροβόλων σε παράταξη 2. μονάδα πυροβολικού, πυροβολαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. batterie. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού] … Dictionary of Greek
πυρβολαρχία — η, Ν βλ. πυροβολαρχία … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Αετορράχη — I Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 196 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές της Φραντζέτας, βορειοδυτικά της Δημητσάνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τροπαίων. 2.… … Dictionary of Greek
Βάγκραμ — (Wagram). Αυστριακή πολίχνη, 16 χλμ. ΒΑ της Βιέννης, στα περίχωρα της οποίας, στις 5 και 6 Ιουλίου 1809, έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Ναπολέοντα (180.000 άντρες και 4.220 πυροβόλα) και του αυστριακού υπό τη διοίκηση του αρχιδούκα… … Dictionary of Greek
Κόλμπε, Αλεξάντερ Βίλχελμ — (Alexander Wilhelm Colbe, Βερολίνο 1793 – Πόρος 1860). Πρώσος φιλέλληνας στρατιωτικός. Σε νεαρή ηλικία κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο πρωσικό πυροβολικό και πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα στη Δρέσδη και στο Βατερλό, όπου τραυματίστηκε βαριά. Με … Dictionary of Greek
Προκοπίου, Γεώργιος — (1876 – 1940). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Σμύρνη και σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ. Αργότερα επισκέφθηκε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αίγυπτο και την Αιθιοπία, όπου φιλοτέχνησε προσωπογραφίες του αυτοκράτορα, των αυλικών και… … Dictionary of Greek