πυροβολαρχία

πυροβολαρχία
και πυρβολαρχία, η, Ν
στρ.
1. μονάδα τού όπλου τού πυροβολικού αντίστοιχη προς τον λόχο τού πεζικού που αποτελεί υποδιαίρεση τής μοίρας πυροβολικού
2. φρ. α) «πυροβολαρχία βολής» — πυροβολαρχία που μετέχει ενεργά στη μάχη
β) «πυροβολαρχία παρατήρησης» — πυροβολαρχία που συλλέγει κυρίως μετεωρολογικές παρατηρήσεις και πληροφορίες σχετικά με τις μονάδες μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυροβολαρχία — η μονάδα πυροβολικού με διοικητή λοχαγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονιοστοιχία — η 1. σειρά πυροβόλων σε παράταξη 2. μονάδα πυροβολικού, πυροβολαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. batterie. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού] …   Dictionary of Greek

  • πυρβολαρχία — η, Ν βλ. πυροβολαρχία …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • Αετορράχη — I Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 196 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές της Φραντζέτας, βορειοδυτικά της Δημητσάνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τροπαίων. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκραμ — (Wagram). Αυστριακή πολίχνη, 16 χλμ. ΒΑ της Βιέννης, στα περίχωρα της οποίας, στις 5 και 6 Ιουλίου 1809, έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Ναπολέοντα (180.000 άντρες και 4.220 πυροβόλα) και του αυστριακού υπό τη διοίκηση του αρχιδούκα… …   Dictionary of Greek

  • Κόλμπε, Αλεξάντερ Βίλχελμ — (Alexander Wilhelm Colbe, Βερολίνο 1793 – Πόρος 1860). Πρώσος φιλέλληνας στρατιωτικός. Σε νεαρή ηλικία κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο πρωσικό πυροβολικό και πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα στη Δρέσδη και στο Βατερλό, όπου τραυματίστηκε βαριά. Με …   Dictionary of Greek

  • Προκοπίου, Γεώργιος — (1876 – 1940). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Σμύρνη και σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ. Αργότερα επισκέφθηκε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αίγυπτο και την Αιθιοπία, όπου φιλοτέχνησε προσωπογραφίες του αυτοκράτορα, των αυλικών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”